Υπεριδρωσία

Υπεριδρωσία

Η υπεριδρωσία είναι η υπερβολική έκκριση ιδρώτα από τους ιδρωτοποιούς αδένες πέραν του φυσιολογικού στα πλαίσια της θερμορύθμισης.

Διακρίνονται δύο μορφές, η πρωτοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρωτοπαθής είναι κυρίως εστιακή και εμφανίζεται συμμετρικά σε περιοχές όπως οι μασχάλες, οι παλάμες και τα πέλματα.  Η έναρξη της είναι στην παιδική ή εφηβική ηλικία και συνήθως υπάρχει και θετικό οικογενειακό ιστορικό. Η δευτεροπαθής προκύπτει δευτερευόντως από άλλες ενδοκρινικές ή άλλες παθήσεις ή σχετίζεται με τη λήψη φαρμάκων και η εντόπισή της είναι εντοπισμένη ή γενικευμένη.

Οι επιπτώσεις είναι τεράστιες σε επίπεδο ψυχολογικό, κοινωνικό και επαγγελματικό, καθώς επηρεάζεται σε μέγιστο βαθμό η ποιότητα ζωής του πάσχοντος. Παλαιότερες θεραπείες περιλαμβάνουν πέραν της εφαρμογής αντιιδρωτικών ουσιών με άλατα αλουμινίου , την ιοντοφόρηση (για παλάμες και πέλματα) και την φαρμακευτική αγωγή με αντιχολινεργικές ουσίες. Η χειρουργική αφαίρεση των ιδρωτοποιών αδένων ή μεγαλύτερα χειρουργεία με θωρακοσκοπική συμπαθεκτομή έχουν πλέον εγκαταλειφθεί.

Η σύγχρονη αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας περιλαμβάνει την εφαρμογή βοτουλινικής τοξίνης τύπου Α. Το botox  αναστέλλει τη μεταβίβαση νευρικών ερεθισμάτων στους ιδρωτοποιούς αδένες, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η ποσότητα του εκκρινόμενου ιδρώτα στις περιοχές που εφαρμόζεται, βελτιώνοντας έτσι θεαματικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.

Πριν την εφαρμογή προηγείται η διενέργεια του τεστ αμύλου-ιωδίου, προκειμένου να οριοθετηθεί ακριβώς η περιοχή της υπεριδρωσίας. Ακολουθως εφαρμόζονται πολλαπλές ενέσεις στην προσχεδιασμένη περιοχή μέγιστης εφίδρωσης.  Τα αποτελέσματα διαρκούν περίπου 6 μήνες για την περιοχή των παλαμών και πελμάτων και μέχρι και 12 μήνες για την περιοχή της μασχάλης.